- σεσηρώς
- σαίρωpart the lips and show the closed teethperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποτεκιγκλίζευ — Α φρ. «σεσηρὼς εὖ ποτεκιγκλίζευ καὶ τᾶς δρυὸς εἴχεο τήνας» με λοξό χαμόγελο, από τον πόνο, ωραία τόν είχες στήσει και τόν κούναγες σαν σουσουράδα και είχες αγκαλιάσει αυτήν εκεί τη βαλανιδιά (Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. παρατ. τού άχρηστου ρ.… … Dictionary of Greek
σαρκώ — (I) άω, Α [σάρξ, σαρκός] (κατά τον Ησύχ.) 1. σαρκάζω 2. (η μτχ. ενεργ ενεστ.) σαρκῶν «σεσηρώς». (II) όω, ΜΑ βλ. σαρκώνω … Dictionary of Greek
σεσηρότως — Α επίρρ. με διεσταλμένα τα χείλη, δηλαδή με πλατύ χαμόγελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεσηρώς, ότος τού σέσηρα, παρακμ. τού αμάρτυρου ενεστ. σαίρω (Ι) «γελώ δείχνοντας τα δόντια»] … Dictionary of Greek